ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΕΤΑΛΑΣ
Γάλλος υπηρέτης -Φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος με τρόπους δυτικούς και συγκεκριμένα από την γάλλια είναι λεπτεπίλεπτος υπερβολικά ευγενικός και με επίσημη εμφάνιση .Δέχεται κριτική από την μητέρα η όποια έχοντας ως πρότυπο τους παραδοσιακούς και πιο σκληρούς άνδρες , αμφισβητεί τον ανδρισμό του παρά το γεγονός ότι εκείνος προσπαθεί να συμπεριφερθεί ακόμη καλυτέρα-
Χαραλάμπης-βρίσκεται στο χωριό παιδικός φίλος του χρηστάκη φαίνεται από μικρός να είναι άτακτος μάλιστα αναφέρεται μια τρομερή ομοιότητα με τον χρηστάκη με αποτέλεσμα όταν ήταν μικροί να πληρώνει ο χρηστακης τις αταξίες που έκανε ο Χαραλάμπης ,αυτός ήταν ένας λόγος που η μητέρα διέκοψε τις επαφές των δυο παιδιών ενώ ταυτόχρονα της δημιουργούσε μια αντιπάθεια .Ήταν ταχυδρόμος έδωσε την δουλειά του στον χρηστάκη αναφέρεται μάλιστα σε μια συζήτηση ότι ο Χαραλάμπης ίσως έχει κάνει και φόνο όποτε συμπεραίνουμε πως είχε την εικόνα ενός εγκληματία δολοφόνου .Μάλιστα ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος για τον φόνο του χρηστακη όμως υπήρχαν μαρτυρίες ότι εκείνη την στιγμή ήταν σε άλλο μέρος παρά όλα αυτά όνε σίγουρο πως έχει κάποια σχέση με τον χαμό του χρηστακη
τσιγγάνα -Παρουσιάζεται όταν η μητέρα την καλεί για να βρει τον δολοφόνο είναι μια πανέξυπνη γυναίκα πράγμα που φανερώνεται τόσο μέσα από τα κόλπα που χρησιμοποιεί για να ξεγελάσει τους ανθρώπους με την μαγεία όσο και την στιγμή που αντιλαμβάνεται την δυσπιστία και την αμφισβήτηση του αφηγητή και αμέσως φεύγει προκειμένου να μην ξεσπάσει ο θυμός του
κιαμηλ -Είναι ένας νέος τουρκικής καταγωγής έμπορος καπνού ερωτευμένος με μια κόρη πλούσιου η όποια έπειτα απτήν δολοφονία του αδελφού της την ώρα που ήταν μαζί με τον κιαμηλ τον χώρισε και παντρεύτηκε άλλον εκείνος πληγώθηκε πολύ και έπεσε σε κατάθλιψη ,δέχεται την ευσπλαχνία και την αγάπη που του προσφέρει η μανά όταν ήταν ετοιμοθάνατος ,επιστρέφει πίσω με την μητέρα του για ευχαριστήσουν την μανά και προσπαθούν να την βοηθήσουν .Αποτελεί ένας από τους βασικότερους κατηγορούμενους ειδικότερα όταν γίνεται αναφορά. στο κείμενο πως παρά το γεγονός πως φιλοξενήθηκε σπίτι της μάνας δεν είχε ποτέ επαφή με τον Χρηστάκη ο όποιος είχε μετακομίσει στης θειας του
τουρκάλα-Μητέρα του κιαμηλ επιδιώκει και τελικά βρίσκει τη μανά προκειμένου να την ευχαριστήσει για την βοήθεια ,στοργικότητα ,αγάπη που δείξε στον γιο της ο όποιος ήταν ετοιμοθάνατος φαίνεται άνθρωπος ευγνώμον ,φιλότιμος ,καλόκαρδος ,φιλόξενος αφού πρώτα καλεί την μανά να την φιλοξενήσει σπίτι της ,να την ξεναγήσει στην Κωνσταντινούπολη ,και το πιο σημαντικό έχοντας στενές επαφές με έναν δικαστή εκεί ανοίγει πάλι την υπόθεση της δολοφονίας του χρηστακη
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΗΣ
ΜΑΝΑ: ΕΙΝΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ, ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛΟΥ, ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΦΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΑΚΗ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΗΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ, ΑΝΤΙΠΑΘΕΙ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ.
ΜΙΧΑΗΛΟΣ: ΕΙΝΑΙ Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΟΠΙΖΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΕΠΙΣΗΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ, ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ ΚΑΠΟΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΣ.
ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ, ΠΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΑΛΚΟΟΛ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΤΑΚΗ.
ΑΣΚΗΣΗ 2η-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΜΗΣ
ΕΘΙΜΑ
1)
Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’ αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός, είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
– Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –
Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι’ αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς που ύστερ’ από λίγαις ημέραις άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ’ ελαφρυά κ’ εγελάσαμεν.
2)
Ήτανε παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σουρβιαίς και σούρβιζαν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα’ στην ράχη και να τον σουρβίζης: “Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!” Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! – Και σ’ έδωκε μια πεντάρα, και μ’ εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε. – Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! – Πού το ήξευρε, πως ύστερ’ από τρεις μήνες θε να σ’ άφην’ ορφανό! Και που το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!
3)
Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδηρόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και οι άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσωπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ’ εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με τη συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ’ εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ’ εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ’ εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παππάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχησα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.
– Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν’ από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ’ έρχεται τ’ ασκέρι! Ακούς εκόψαν τον σιδερόδρομο και μας επήραν τον Δεσπότη!
Προλήψεις-Δεισιδαιμονίες-Μαγεία- Μαντεία
1)
Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’ αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός, είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
– Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
2)
Πλησίον του υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το φαινόμενον πιναρά ρωμηοκατσιβέλα, ήτοι Αθιγγανίς ελληνόφωνος. Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ’ ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν·
– Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.
– Χα! είπεν η μήτηρ μου, μετά θριαμβευτικής χαράς. Λοιπόν επιάσθηκε! Θα είναι από αυτούς που έστειλεν ο Εφέντης δεμένους. Ελησμόνησα να σε πω πως οι ύποπτοι ευρίσκονται στην Πόλι.
– Σε είπα να μη μου λέγης τίποτε, χωρίς να σ’ ερωτώ, αλλοιώς θα με χαλάσης τα μάγια! είπε δυσανασχετούσα η Πυθία των τριόδων, και έσεισε το κόσκινον ισχυρώς και ηκούσθη εν αυτώ κρότος, ως συγκρουομένων οσπρίων.
– Έλα, μην κακιόνεις! είπεν η Οθωμανίς, ας τα ρίξωμεν ακόμη μια. Μέτρησέ τα πάλι.
– Χουμ! είπεν η μάντισσα, τρεις και η αλήθεια! Καλά! Μα καθώς σας είπα, μη με λέτε τίποτε. Εκείνο ό,τι και αν είναι, θα το πούνε τα κουκκιά. Κύτταξ’ εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. – Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. – Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι εγώ να τα ρωτήσω.
Η μήτηρ μου έλαβε το κόσκινον, έχυσε τους κυάμους εις την ποδιάν της, και θέσασα αυτό πάλιν επί των γονάτων της Αθιγγανίδος ήρχισε να ενθέτη μετρούσα τους κυάμους ανά ένα μετά τοσούτης προσοχής και ακριβείας, μεθ’ όσης ίσως ουδέποτε φιλάργυρος εμέτρησε πολυτίμους μαργαρίτας, μέλλων να τους εμπιστευθή εις ξένας χείρας.
– Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της.
– Ναι! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.
Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασ’ αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν’ αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον!
– Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; – Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ’ ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα. – Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδιδούσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. – Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ’ ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά – σαρανταένα!
– Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα;
– Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου.
– Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς. Μα, μβήκε μέσα κι’ ο φονιάς κ’ έγειναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμμένο, κ’ είμ’ άξια να τον φέρω μέσ’ στο κόσκινό μου κι από την άκρηα του κόσμου.
Αφού αι δύο γυναίκες εβεβαιώθησαν περί του εκ θαύματος αυξηθέντος αριθμού των κυάμων, η μάντισσα ετάραξε το κόσκινον επανειλημμένως, και μετά ταχυδακτυλουργικής δεξιότητος ετίναξε τρεις φοράς τα όσπρια υψηλά εις τον αέρα, και τρεις φοράς τα υπεδέχθη εν τω κοσκίνω πάλιν, χωρίς ουδέ εν να εκπέση. Μεθ’ ο, θείσα το κόσκινον επί των γονάτων και κύψασα επ’ αυτού, σοβαρώς ήρξατο να μελετά, ως μοι εφαίνετο, τας συμπτώσεις των κυάμων. Η μήτηρ μου και η Οθωμανίς εσπούδαζον και αυταί μετά πολλής ευλαβείας.
– Κύτταξε! είπεν η Αθιγγανίς μετά μακράν θρησκευτικήν σιωπήν. – Εδώ είναι ο φονιάς και εδώ είσαι συ. Κανένας δεν είναι τόσο κοντά σου, όσον αυτός και τα παιδιά σου. Γι’ αυτό, σε λέγω, μην τον ζητάς μέσα στην Πόλι, μην τον ζητάς στα μακρυά. Θενάναι κανένας χωριανός, κανένας εδικός σου.
3)
– Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν –ας είναι και για δοκιμή μονάχα– θαρρεί πως του λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση.
– Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατόνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
– Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ’ εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ’ από τα μισόδρομα και ν’ αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’ ομολογήση και να τον κρεμάσουν.
4)
ΓΝΩΜΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
1) Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται.
2)Μερα νυχτα παρακαλω να κοβη απο τα χρονια μου να βαζη στα δικα σου.
3)Του εδιαβασε τον εξαψαλμο.
4)Δυο κακους ανθρωπους δεν τουσ χωρει ουτε ολη η οικουμενη,ενω χιλιοι καλοι ανθρωποι κανουν μουχαμπετι και μεσα εις ενα καρυδοτσουφλο!
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ
1) Κ'επηγαμε σε ενα τζαμι και ειδαμεν επανω σε ενα παλαιο δενδρο την αλυσιδα,που ηταν κρεμασμενη η χειρα της Δικαιοσυνης.
Κ'επηγαμε και στο Μβαλουκλι και ειδαμε τα ψαρια,που ζωντανεψαν μεσ'το τηγανι οταν επαρθηκεν η Πολι.Και επανω στην Πορτα που επαρθηκεν,ειδαμε τα γραματα,που εγραψεν ο αγγελος εκεινη την ημερα, ταχα για την Πολι.<<Το χειρ' χειρ' χειροτερο>>!
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΛΙΚΟΥ ΒΙΟΥ
1) Μια βουκα ψωμι.2)Λιτη τραπεζα.3)Δωματιον.4)Επι τον Βοσπορον ξενοδοχειον.5)Φρακο.6)Χωριο.
7)Σκαφη,8)Τζακι,9)Ποστα,10)Σιδεροδρομος,11)Παραδες,12)Ρουχα,13)Τουφεκι,14)Σακος κονακιού,15)Φακιολι,16)σημαιες εκκλησιας,17)σταυροι,18)θυμιατηρι,19)χρυσοσελωτο ασπρο ατι!,20)Μνημα,21)σχοινι κρεμασμενου,22)Λεοκοσαρικο σουφταν,23)Βαλαντιο,24)ΚΑΦΕΣ,25)Πεπονια,26)φραχτης,27)Πραματευτης,28)Χανι,29)Πληρωμη για ευχελαιο,30)Στρωμα,31)Γιασμακι,32)Φερετζες,33)Παπουτσια,34)Κολλυβα και αγιασμα,35)Ταπητας,36)κλειδια,37)Υπουργειο αστυνομιας,38)Κανδυλα,39)Πλατεια βυζζζαντινου υποδρομιου,40) κτημα και κηπος,41)συνοικεια,42)σανιδες,43)Προααυλιο,44)Γλυκισμα,45)φυλακες,46)αυλη και πλακοστρωτο και κλιμακα(σκαλα),47)κοσκινο,48)οσπρια.
Comments (3)
Eleni Florianou said
at 6:21 pm on Nov 17, 2014
Όλα καλά; Έχετε καμιά απορία στις ασκήσεις;
haramisgiorgos said
at 8:14 pm on Nov 20, 2014
κυρια δεν ξερω πως να κανω κοπι πειστ το κειμενο στην ασκηση
Eleni Florianou said
at 11:17 pm on Nov 20, 2014
θα πας στο βασικό μενού, λογοτεχνία β λυκείου- βιζυηνός- στο τμήμα σου- τμήμα ανακριτών (της περασμένης εβδομάδας). Εκεί κάτω από τις ομαδες υπάρχει το διήγημα. Για να μπορέσεις να το αντιγράψεις, θα πρέπει πρώτα να πατήσεις πάνω αριστερά στην καρτέλα την επιλογή "edit". Αντιγράφεις ό,τι θες, έρχεσαι σε αυτή τη σελίδα, πατάς πάλι το "edit" και το επικολλάς (με δεξί κλικ του ποντικιού)
You don't have permission to comment on this page.