ΟΜΑΔΑ 3 -ΑΝΑΚΡΙΤΕΣ


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΑΤΕ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ (ΜΗ ΣΒΗΝΕΤΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΤΕ, ΘΑ ΤΙΣ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ). Σας ευχαριστώ!

 

ΔΕΙΤΕ στο ακόλουθο link (ιστοσελίδα αποστολής)  http://zunal.com/newpage.php?w=257881&n=15692  την  αποστολή με τις ασκήσεις της εβδομάδας (τμήμα ανακριτών).  Εδώ θα γράψετε τις απαντήσεις. Για να μπορέσετε να γράψετε πατήστε την επιλογή "edit" (καρτέλα πάνω αριστερά από αυτή τη σελίδα. ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΤΕ "SAVE" (κάτω αριστερά) για να αποθηκευτούν οι αλλαγές σας.Επίσης, όταν θα γράψετε (στο edit) κάτω υπάρχει ένα παράθυρο που γράφει "describe changes". Εκεί, αφού τελειώσετε, θα γράψετε συνοπτικά τι νέο προσθέσατε στην εργασία ή τι αλλαγές / προσθήκες κάνατε στα ήδη υπάρχοντα (π.χ. πρόσθεσα την απάντηση στην άσκηση 2 και διόρθωσα τα ορθογραφικά στην άσκηση 1)

Πρόσθετες Διευκρινίσεις για κάθε άσκηση:

 

Άσκηση Α΄  Στη δεξιά στήλη με τα περιεχόμενα των σελίδων θα βρείτε μέσα στον φάκελο της τάξης μαζί με τις ομάδες και μια σελίδα "Το διήγημα". Εκεί υπάρχει το κείμενο του Βιζυηνού για να κάνετε την άσκηση.

Άσκηση Β΄: Για να δημιουργήσετε εδώ έναν πίνακα επιλέξτε από την πάνω μπάρα των εργαλείων: insert -table και διαλέξτε δύο στήλες και 10 (τουλάχιστον) γραμμές. Η πρώτη στήλη θα έχει τίτλο "Σωστή χρονική σειρά" και η δεύτερη "Χρονική σειρά στην αφήγηση". Θα ξεκινήσετε συμπληρώνοντας τη 2η στήλη βάζοντας τα γεγονότα με τη σειρά που δίνονται στο κείμενο και στη συνέχεια θα συμπληρώσετε την 1η στήλη και θα απαντήσετε στην ερώτηση της άσκησης.

Άσκηση Γ΄: Αναζητήστε τους όρους "εγκιβωτισμένη αφήγηση" και "in media res" στις 2 πρώτες πηγές της ιστοσελίδας αποστολής, γράψτε τους ορισμούς και στη συνέχεια απαντήστε στην άσκηση.

Άσκηση Δ΄: Κάντε υποθέσεις σχετικά με το ποιοι αποκλείονται ως ένοχοι και γιατί.

Άσκηση Ε΄: Προαιρετική

ΠΡΟΣΟΧΗ: Μην ξεχνάτε να πατάτε "save" σε κάθε κείμενο που γράφετε!

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΑΣΚΗΣΗ Α' ΜΑΡΙΑ

Αφήγηση 1η: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ.

   Ήτανε παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σουρβιαίς και σούρβιζαν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα’ στην ράχη και να τον σουρβίζης: “Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!” Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! – Και σ’ έδωκε μια πεντάρα, και μ’ εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε. – Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! – Πού το ήξευρε, πως ύστερ’ από τρεις μήνες θε να σ’ άφην’ ορφανό! Και που το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!

ΑΦΗΓΗΣΗ 2Η :  ΤΑ ΣΟΥΡΒΑ, ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’ αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός, είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
     – Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –
     Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
     Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι’ αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς που ύστερ’ από λίγαις ημέραις άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ’ ελαφρυά κ’ εγελάσαμεν. 

3η ΑΦΗΓΗΣΗ : Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΣΤΑ.

  Εκεί πάνου στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ’ εμβήκεν ο Χαραλαμπής του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ’ επήρεν άσχημο δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι’ αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλοιό μας· κ’ εκείνη την βραδειά ήλθε.
     – Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε!
     – Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.
     – Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος.
     Εκεί, σαν να μ’ εταράχθηκεν η καρδιά μου!
     – Και γιατί, Λαμπή;
     – Γιατ’ είναι καλή δουλειά η πόστα, κυρά, καλή δουλειά!
     – Και σαν είναι καλή δουλειά η πόστα, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα;
     Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχησε να μασσά τα λόγια του.
     – Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ’ έφερα την πόστ’ από το σιδερόδρομο, έκαμ’ αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.
     – Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε – Θεός κ’ η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι καϋμέδες δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την πόστα δεν μπορεί πλέον ν’ αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμμένο, μέσ’ στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ’ αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του.
     Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης. Και κει που του τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. – Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο! Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταζε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι’ εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ’ από τον φρικτόν αγώνα – Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου,
     – Μην ακούς τον κόσμο, κυρά! Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ’ έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ’ εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!...
4η ΑΦΗΓΗΣΗ : Ο ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΟΣΤΑ.

 – Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν –ας είναι και για δοκιμή μονάχα– θαρρεί πως του λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση.
     – Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατόνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
     – Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ’ εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ’ από τα μισόδρομα και ν’ αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’ ομολογήση και να τον κρεμάσουν.
     – Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκόνεις την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατόνεις αυτά τα πράγματα! Γιατί σ’ ακούει κανείς από την εξουσία κ’ ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι.
     Μα κείνος ο μακαρίτης –τον ήξευρες πώς ήτανε– δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ’ αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γυρνά μέσα στους δρόμους!
     – Απ’ εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμος. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν’ αφήσω να ωφεληθή άλλος;
     – Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ’ αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου!
     – Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διής εσύ πως θα το μετανοιώσης.
     Αυτό μ’ έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ’ εκαθόμουν κ’ έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ’ ακόμα.
     Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ’ εμβαίνει με τον σάκκο του κονακιού στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του.
     – Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; –
     Είχαν περάσει κοντά δώδεκα ημέραις από εκείνη την βραδειά, που του το είχα εμποδίσει. Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φωτών. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι’ αυτό άρχησα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν’ ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!
     Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ’ εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νου σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! – Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ’ επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!... 
 

5η ΑΦΗΓΗΣΗ : ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΚΑΙ Η ΕΙΔΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδηρόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και οι άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσωπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ’ εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με τη συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ’ εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ’ εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ’ εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παππάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχησα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.
     – Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν’ από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ’ έρχεται τ’ ασκέρι! Ακούς εκόψαν τον σιδερόδρομο και μας επήραν τον Δεσπότη!
     Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ’ εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι ακόμη παρά πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. – Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ’ έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο. Κ’ επρόβαλ’ ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κ’ επρόβαλ’ ο παππάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ’ ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγ’ ο Μιχαήλος ανεμαλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!–

6η ΑΦΗΓΗΣΗ :ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.

 

Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν. Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών. Αλλ’ η πρόσφατος έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον, ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ειμπορούσε να είναι σωστή. Τόσον ολίγους που τους αφήκα τους εδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους. Και ούτε εγώ να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη επανόδω τού τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την προτεραίαν. 

 

Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως δικαιοσύνην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.

 

7η ΑΦΗΓΗΣΗ : Ο ΚΙΑΜΗΛ ΚΑΙ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ.

   – Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ειξεύρεις πόσον η μητέρ’ ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ’ στον δρόμο· ποιος έφθανεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπ’ ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη.
     – Ώρα καλή, θειέ!
     – Πολλά τα έτη, κυρά!
     – Από την Ευρώπη έρχεσαι;
     – Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν’ αυτή η Ευρώπη; 
     – Να, ξεύρω κι’ εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
     – Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
     – Αμ’ ξέρω και ’γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραμματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ’ σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
     – Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
     – Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ’ από την κουβέντα. Ύστερ’ από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
     – Αμ’ δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε;
     – Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
     – Δεν πειράζει, θειε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
     – Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
     – Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διές, έχω παιδί στην ξενητιά, κ’ έχω καρδιά καμμένη. Κι’ αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα’ το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κι’ εκείνο από κανέναν άλλονε.
     Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
     – Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ’ στο στομάχι μου! Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ’ έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποιήσης το πεπόνι σου, στείλε το στου Γερο-Μούρ

 ΑΣΚΗΣΗ Γ' ΜΑΡΙΑ

ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ

Πολύ συχνά σ' ένα αφηγηματικό κείμενο η ιστορία που έχουμε ξεκινήσει διακόπτεται για να αρχίσει μια άλλη ιστορία, ενδεχομένως μικρότερης έκτασης από την αρχική και με την ολοκλήρωσή της επανερχόμαστε στην αρχική αφήγηση της ιστορίας. Το φαινόμενο αυτό, της ενσωμάτωσης μιας άλλης αφήγησης μέσα στην κύρια αφήγηση, ονομάζεται εγκιβωτισμός.

IN MEDIA RES

Η λατινική αυτή φράση κατά λέξη σημαίνει: στο μέσο των πραγμάτων, στο μέσο της υπόθεσης, της πλοκής. Η ακριβής σημασία του όρου ωστόσο είναι η εξής: Η αφήγηση δεν παρουσιάζει τα γεγονότα στη χρονική του διαδοχή και αλληλουχία. Η αφήγηση ξεκινά από το κέντρο του μύθου, δηλαδή από το σημαντικότερο για τον συγγραφέα περιστατικό το οποίο αποτελεί και την "καρδιά" της πλοκής.

 

Η μέθοδος του εγκιβωτισμού υπάρχει σε πολλά σημεία στο κείμενο.

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ :

1) Η αφήγηση της μάνας για την παραμονή των φώτων και η ιστορία με τα σούρβα.

2) Η τραγική γνωριμία της μάνας με τον Κιαμηλ

3) Η περίθαλψη του Κιαμήλ από την ευαίσθητη μάνα του νεκρού

4) Η εξιστόρηση της ιστορίας του Κιαμήλ από τη μητέρα του.

5) Ο φόνος του κουνιάδου του Κιαμήλ

6) Ο ανεκπλήρωτος έρωτας Κιαμήλ

   IN MEDIA RES :

IN MEDIA RES υπάρχει σε ένα σημείο στο κείμενο. Η ιστορία ξεκινά στη μέση του νοητού χρονολογικού άξονα της αφήγησης, καθώς τα γεγονότα που περιγράφονται διαδραματίζοντα τρία χρόνια μετά την έναρξη της πλοκής. Ενώ η ιστορία νοηματικά ξεκινά με το φόνο του Χρηστάκη ο συγγραφέας αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν τρία χρόνια μετά στην Κων/λη. Ό,τι έχει προηγηθεί θα δωθεί στον αναγνώστη με αναδρομική αφήγηση.

 

Άσκηση Δ΄ (ΣΕΒΑΣΤΉ ΑΤΣΆ)

Διαβάζοντας το κείμενο προκύπτει το συμπέρασμα ότι ορισμένα άτομα σίγουρα αποκλείονταιι από το να είναι δολοφώνοι..


Τα άτομα αυτά είναι:
α) Μάνα (είχει μάρτυρες ότι ήταν στο χωριό)
β) Γιώργος (είχε μάρτυρες ότι βρίσκονταν μακριά απο το χωριό, στην ξενιτιά)
γ) Χαραλάμπης (βρίσκονταν και αυτός στο χωριό)
δ) Τούρκοι στρατιώτες (ο στρατός ήταν μακριά από τον τόπο του εγκλήματος)
ε) Ληστής ( διότι η τσάντα ήταν απείραχτη, όλα τα χρήματα ήταν μέσα)
στ) Μιχαήλος (ήταν στο χωριό με την μάνα)

Επομένως τα πρόσωπα που μένουν υποψήφιοι δολοφώνοι γιατί τα στοιχεία δεν επαρκούν για να εξακριβωθει το άλλοθι τους είναι:
α) Ο Κιαμήλ (δεν έχουμε ακριβείς στοιχεία για το που βρισκόταν την ώρα του φόνου)
β) Μητέρα του Κιαμήλ (για τον ίδιο ακριβώς λόγο που υποψιαζομαστε τον Κιαμήλ) 

 

ΆΣΚΗΣΗ Δ' : Βαγγελίτσα 

 

Ως ένοχοι σίγουρα αποκλείονται η μητέρα του Βιζυηνού , γιατί εκείνη βρισκόταν στο σπίτι την ώρα της δολοφονίας και ο Βυζυηνός που βρισκόταν στην Ευρώπη.Επίσης δεν μπορούμε να υποψιαστούμε τουςΡώσους διότι από ότι γνωρίζουμε εκείνοι είχαν καταλάβει το χωριό από το προηγούμενο βράδυ! Το πτώμα του Χρηστάκη βρέθηκε έξω από το χωριό κάτι που μας αποκλείει τον Χαράλαμπο ως ένοχο για τον φόνο!Συγχωριανοί ,παπάδες,μαθητές και δάσκαλοι βρίσκονταν στον σταθμό περιμένοντας τον Δεσπότη του χωριού.! Η μητέρα του Κιαμήλη ήταν στην Κων/πολη και ο αδερφός του ο Εφέντης ανακριτής έμαθε αργότερα την υπόθεση!! Έτσι με ισχυρό άλλοθι, αυτοί αποκλείονται από ένοχοι της δολοφονίας!  

 

 

 

Ασκηση Β : Νομική Καλικατζάρου

 

ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ                                                                                      ΣΩΣΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ 

1)Συναντηση μανας και γιωργου στο ξενοδοχειο μετα τον θανατο χρηστακη                      1) Η παραμονη των φωτων και η ιστορια με τα σουβρα 

 

2)Η παραμονη πρωτοχρονιας και η ιστορια με τα σουρβα                                                    2)Η επισκεψη χαραλαμπη και η προταση για το ποστο του ταχυδρομου

 

3)Η επισκεψη του Χαραλαμπη στον Χρηστακη και η προταση για                                      3)Ο αραβωνας του Κιαμηλη

 

το ποστο του ταχυδρομου                                                                                                      4)Η μεταφορα του νεκρου στο χωριο 

 

4)Η μεταφορα του νεκρου στο χωριο                                                                                     5)Η συναντηση Γιωργη μανας  και του αδερφου του       

                                                                    

5)Η επισκεψη της τουρκαλας με τον γιο της στο ξενοδοχειο                                                6)η επισκεψη της τουρκαλας στο ξενοδοχειο 

 

6)Η ιστορια την ξεναγησης του Κιαμηλη στον γιωργο                                                        7)Η ιστορια της φιλοξενειας του Κιαμηλη

 

7)Η προταση της φιλοξενιας στο σπιτι της Τουρκαλας                                                         8)Προταση φιλοξενιας στο σπιτι της Τουρκαλας 

 

8) Η ξεναγηση στην πολη και οι ανακρισεις                                                                          9)Η ξεναγηση στην πολη 

 

9)Τα μαγια της αθιγγανης και η αποτυχια των ερευνων                                                       10)Η φυγη του Κιαμηλη 

 

10)Ο γαμος  του    Κιαμηλη                                                                                                  11)τα μαγια της αθιγγανης και η αποτυχια των ερευνων 

 

   Άσκηση Γ'   Γιώτα Κορφιάτη

 

 

 

Εγκιβωτισμός  Είναι όταν η βασική ιστορία ,η λεγόμενη κύρια αφήγηση ,διανθίζεται η αλλιώς εμπλουτίζεται και συμπληρώνεται απο άλλες δευτερεύουσες ιστορίες που παρεμβάλονται στην εξέλιξη της αρχικής .Μ'άλλα λόγια , πολύ συχνά σε ένα φηγηματικό κείμενο η ιστορια που έχουμε αρχιζει να διαβαζουμε διακοπτεται για να αρχίσει η αφήγηση μιας άλλης ιστορίας μικρότερης σε έκταση απο την αρχική  και μολις αυτη ολοκληρωθεί επανερχόμαστε στην αφηγηση της αρχικής.Οι δυο αυτές αφηγήσεις συνδεονται εμ τον ίδιο τρόπο (πχ ίδιο θέμα,ίδιοι ήρωες).Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται εγκιβωτισμός.

 

In medias res Είναι η αφήγηση που δεν δεν παρακολουθεί τα γεγονότα της ιστορίας και δεν τα παρουσιάζει στη χρονική τους σειρά και αλληλουχία .Η αφήγηση ξεκινάει απο το κέντρο της ιστορίας δηλαδή απο το γεγονός που αποτελεί την καρδία της πλοκής .(η λατινική αυτή έκφραση μεταφραζόμενη κατα λέξη σημαίνει στο μέσο των πραγμάτων  )   

 

Ο εγκιβωτισμός υπάρχει σε πολλά σημεία στο κείμενο 

 

1) Η αφήγηση της μάνας για την παραμονή των φώτων και η ιστορία με τον πατέρα του και το έθιμο με τη σούρβα.

2) τα μάγια με τη σούρβα

3) Η  γνωριμία της μάνας με τον Κιαμηλ

4) Η μητέρα που προσφέρει  ιατρική  φροντίδα στον Κιαμήλ

5) Η μητέρα που αφηγείται τη  ιστορία του Κιαμήλ

6)Στο σημείο που σκοτώνουν τον κουνίαδο του Κιαμήλ 

7)η ερωτική απογοήτευση του Κιαμήλ

 

In medias res Ο αφηγητής ξεκινάει την αφήγηση απο την μέση, ένω αρχή θα έπρεπε να αποτελεί ο φόνος του Χρηστάκη .Εκείνος αντίθετα περιγράφει γεγονότα που διαδραματίστηκαν 3 χρόνια μετά την Κωσταντινούπολη, ώστε να καλύψει το αφηγηματικό κενό και ορισμένα ερωτηματικά που δημιουργούνται στον αναγνώστη .Αυτό επιτυχγάνεται με αναδρομική αφήγηση δλδ το  να αναφερθει σε όσα προηγούνται χρονικά . 

                                                               

ΑΣΚΗΣΗ 1 (ΣΕΒΑΣΤΗ) 

 

ΜΗΤΕΡΑ (Κεντρικό πρόσωπο) : Παρ'όλο που υπήρξε πρόσωπο γεμάτο καλοσύνη οι καταστάσεις της ζωής την οδήγησαν στο πάθος για εκδίκηση και αλλοίωσαν τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα έτσι που δεν μπορούσε να βλέπει ούτε μια κότα να σφάζεται.Έτσι διαθέτει άπειρη φιλανθρωπία και για την άψυχη φύση.Η δολοφονία του γιου της όμως την αλλάζει. Κυριεύται απο το πάθος της εκδίκησης, Θέλει να τραβήξει η ίδια το σχοινί για να κρεμάσει τον δολοφόνο του γιου της.Ετσι γίνεται πια ένα πρόσωπο με ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Η ψυχή της είναι ένα καμίνι που καίει και καμιά δύναμη δεν μπορεί να την κρεμάσει παρά με την σκληρή τιμωρια του δολοφώνου, που η ίδια θέλει να λάβει μέρος.Λυπάται για την κατάντια του άρρωστου Κιαμήλ, διαμαρτύρεται για για την απάνθρωπη συμπεριφορά του Γέρου Μούρτου, προβάλλει και επιπλήττει το γιο της Μιχαήλο για έλλειψη ανθρωπιάς στο άρρωστο παιδί, χαίρεται γιατί ο Τούρκος αναγνωρίζει την ευεργεσία είναι πολυπρόσωπη.Από την μια γεμάτη καλοσύνη και από την άλλη κυριευμένη από το πάθος της εκδίκησης , είναι τραγική μορφή-απλοϊκή δοκιμασμένη από τον άδικο χαμό του παιδιού της.