ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΑΤΕ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ (ΜΗ ΣΒΗΝΕΤΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΤΕ, ΘΑ ΤΙΣ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ). Σας ευχαριστώ!
ΔΕΙΤΕ στο ακόλουθο link (ιστοσελίδα αποστολής) http://zunal.com/newpage.php?w=257881&n=15692 την αποστολή με τις ασκήσεις της εβδομάδας (τμήμα ανακριτών). Εδώ θα γράψετε τις απαντήσεις. Για να μπορέσετε να γράψετε πατήστε την επιλογή "edit" (καρτέλα πάνω αριστερά από αυτή τη σελίδα. ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΤΕ "SAVE" (κάτω αριστερά) για να αποθηκευτούν οι αλλαγές σας.Επίσης, όταν θα γράψετε (στο edit) κάτω υπάρχει ένα παράθυρο που γράφει "describe changes". Εκεί, αφού τελειώσετε, θα γράψετε συνοπτικά τι νέο προσθέσατε στην εργασία ή τι αλλαγές / προσθήκες κάνατε στα ήδη υπάρχοντα (π.χ. πρόσθεσα την απάντηση στην άσκηση 2 και διόρθωσα τα ορθογραφικά στην άσκηση 1)
Πρόσθετες Διευκρινίσεις για κάθε άσκηση:
Άσκηση Α΄ Στη δεξιά στήλη με τα περιεχόμενα των σελίδων θα βρείτε μέσα στον φάκελο της τάξης μαζί με τις ομάδες και μια σελίδα "Το διήγημα". Εκεί υπάρχει το κείμενο του Βιζυηνού για να κάνετε την άσκηση.
Άσκηση Β΄: Για να δημιουργήσετε εδώ έναν πίνακα επιλέξτε από την πάνω μπάρα των εργαλείων: insert -table και διαλέξτε δύο στήλες και 10 (τουλάχιστον) γραμμές. Η πρώτη στήλη θα έχει τίτλο "Σωστή χρονική σειρά" και η δεύτερη "Χρονική σειρά στην αφήγηση". Θα ξεκινήσετε συμπληρώνοντας τη 2η στήλη βάζοντας τα γεγονότα με τη σειρά που δίνονται στο κείμενο και στη συνέχεια θα συμπληρώσετε την 1η στήλη και θα απαντήσετε στην ερώτηση της άσκησης.
Άσκηση Γ΄: Αναζητήστε τους όρους "εγκιβωτισμένη αφήγηση" και "in media res" στις 2 πρώτες πηγές της ιστοσελίδας αποστολής, γράψτε τους ορισμούς και στη συνέχεια απαντήστε στην άσκηση.
Άσκηση Δ΄: Κάντε υποθέσεις σχετικά με το ποιοι αποκλείονται ως ένοχοι και γιατί.
Άσκηση Ε΄: Προαιρετική
ΠΡΟΣΟΧΗ: Μην ξεχνάτε να πατάτε "save" σε κάθε κείμενο που γράφετε!
ΑΣΚΗΣΗ 1 !!!-Θεοφίλης
ΜΑΝΑ :Η ΕΝΑΓΩΝΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μηχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να ’βρη κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκονόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; – Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
Και έτσι ξημέρονε, και έτσι βράδυαζε. Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ’ ανοιχτά!
ΜΑΝΑ:ΑΝΑΜΝΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΝ ΠΡΑΜΟΝΗ ΤΟΝ ΦΩΤΩΝ
Ήτανε παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σουρβιαίς και σούρβιζαν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα’ στην ράχη και να τον σουρβίζης: “Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!” Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! – Και σ’ έδωκε μια πεντάρα, και μ’ εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε. – Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! – Πού το ήξευρε, πως ύστερ’ από τρεις μήνες θε να σ’ άφην’ ορφανό! Και που το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!
ΜΑΝΑ:Ο ΚΑΚΟΣ ΟΙΟΝΟΣ ΑΠΟ ΣΟΥΡΒΙΑ
Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’ αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός, είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
– Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –
Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι’ αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς που ύστερ’ από λίγαις ημέραις άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ’ ελαφρυά κ’ εγελάσαμεν.
ΜΑΝΑ:Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΤΑ ΧΥΔΡΟΜΟΥ
Εκεί πάνου στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ’ εμβήκεν ο Χαραλαμπής του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ’ επήρεν άσχημο δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι’ αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλοιό μας· κ’ εκείνη την βραδειά ήλθε.
– Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε!
– Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.
– Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος.
Εκεί, σαν να μ’ εταράχθηκεν η καρδιά μου!
– Και γιατί, Λαμπή;
– Γιατ’ είναι καλή δουλειά η πόστα, κυρά, καλή δουλειά!
– Και σαν είναι καλή δουλειά η πόστα, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα;
Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχησε να μασσά τα λόγια του.
– Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ’ έφερα την πόστ’ από το σιδερόδρομο, έκαμ’ αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.
– Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε – Θεός κ’ η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι καϋμέδες δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την πόστα δεν μπορεί πλέον ν’ αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμμένο, μέσ’ στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ’ αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του.
Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης. Και κει που του τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. – Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο! Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταζε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι’ εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ’ από τον φρικτόν αγώνα – Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου,
– Μην ακούς τον κόσμο, κυρά! Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ’ έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ’ εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!...
ΜΑΝΑ:Ο ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ
Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν –ας είναι και για δοκιμή μονάχα– θαρρεί πως του λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση.
– Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατόνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
– Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ’ εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ’ από τα μισόδρομα και ν’ αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’ ομολογήση και να τον κρεμάσουν.
– Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκόνεις την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατόνεις αυτά τα πράγματα! Γιατί σ’ ακούει κανείς από την εξουσία κ’ ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι.
Μα κείνος ο μακαρίτης –τον ήξευρες πώς ήτανε– δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ’ αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γυρνά μέσα στους δρόμους!
– Απ’ εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμος. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν’ αφήσω να ωφεληθή άλλος;
– Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ’ αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου!
– Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διής εσύ πως θα το μετανοιώσης.
Αυτό μ’ έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ’ εκαθόμουν κ’ έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ’ ακόμα.
Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ’ εμβαίνει με τον σάκκο του κονακιού στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του.
– Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; –
Είχαν περάσει κοντά δώδεκα ημέραις από εκείνη την βραδειά, που του το είχα εμποδίσει. Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φωτών. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι’ αυτό άρχησα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν’ ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!
Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ’ εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νου σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! – Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ’ επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!...
ΜΑΝΑ:Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟ ΝΕΚΡΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδηρόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και οι άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσωπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ’ εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με τη συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ’ εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ’ εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ’ εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παππάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχησα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.
– Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν’ από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ’ έρχεται τ’ ασκέρι! Ακούς εκόψαν τον σιδερόδρομο και μας επήραν τον Δεσπότη!
Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ’ εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι ακόμη παρά πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. – Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ’ έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο. Κ’ επρόβαλ’ ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κ’ επρόβαλ’ ο παππάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ’ ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγ’ ο Μιχαήλος ανεμαλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!–
ΒΙΖΙΝΟΣ:Η ΠΙΚΡΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν. Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών. Αλλ’ η πρόσφατος έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον, ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ειμπορούσε να είναι σωστή. Τόσον ολίγους που τους αφήκα τους εδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους. Και ούτε εγώ να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη επανόδω τού τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την προτεραίαν.
ΒΙΖΙΝΟΣ:Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως δικαιοσύνην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
ΜΙΧΑΗΛΟΣ:ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΡΡΩΣΤΟ ΞΕΝΟ
– Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ειξεύρεις πόσον η μητέρ’ ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ’ στον δρόμο· ποιος έφθανεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπ’ ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη.
– Ώρα καλή, θειέ!
– Πολλά τα έτη, κυρά!
– Από την Ευρώπη έρχεσαι;
– Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν’ αυτή η Ευρώπη;
– Να, ξεύρω κι’ εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
– Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
– Αμ’ ξέρω και ’γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραμματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ’ σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
– Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
– Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ’ από την κουβέντα. Ύστερ’ από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
– Αμ’ δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε;
– Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
– Δεν πειράζει, θειε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
– Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
– Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διές, έχω παιδί στην ξενητιά, κ’ έχω καρδιά καμμένη. Κι’ αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα’ το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κι’ εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
– Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ’ στο στομάχι μου! Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ’ έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποιήσης το πεπόνι σου, στείλε το στου Γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτήν την χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώση και αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ’ αυτόνε.
ΜΙΧΑΗΛΟΣ:Η ΜΑΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ
– Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχησε πλέον την ιστορία!
– Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ’ αρέση, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!
– Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδής την μητέρα, όταν το άκουσε. – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! – Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι’ έγεινε σαν πήττα! Κ’ έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ’ επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ’ άσπαρτα χωράφια κατ’ ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και,
– Τι χάσκεις απ’ αυτού, μωρέ πολλακαμμένε; – εφώναξε. – Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψης;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς; Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κ’ έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχταις – δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του Γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ’ στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχησαν τα γόνατά της να τρέμουν κ’ εκάθησε σε μια πέτρα.
– Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πως δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;
– Αμ’ τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γειάνης; Εκείνο, ως και ο Παππά-Δήμος, που τ’ άκουσε, δεν επήγε να τον διή. Γιατ’ είναι, λέγει, Τούρκος, κ’ οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο.
– Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο σην θωριά της. – Σαν είναι Τούρκος – Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!
– Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ’ στ’ αγκάθια. Από τη βία σου, μ’ έκαμες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. – Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
ΜΙΧΑΗΛΟΣ :Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΤΟΥ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΑ
Εκεί που έπεσα πάλε καταπόδι της, κ’ επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κ’ εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι’ εδώ μι’ αγριαγγινάρα. Κι’ ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ’ έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κ’ εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη!
– Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ’ από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
– Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμισυ φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
– Πιάσ’ απ’ εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;
Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ’ επήραμε τον δρόμο.
Ο Γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά μου έξω από την θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ’ στον λαιμό του κ’ εφώναξεν. – Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χορατά δεν μ’ επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ’ άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ’ έρριψε την κάππα του εις της θειάς μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλονε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ’ εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλοιό μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου.
ΜΙΧΑΗΛΟΣ : Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΚΙΑΜΗΛΗΣ
Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώσταις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ’ όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν’ άρρωστο στη ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γειάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
ΜΑΝΑ:Ο ΚΑΜΗΛΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟΘ ΞΕΝΑΝΑΓΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Και τώρα πια που εβάλαμε το νερό στ’ αυλάκι, μας έλεγε μετά τινας ημέρας η μήτηρ μου, έρχου δα, παιδί μου, να περνάς την ημέρα μαζί μας. Εμείς είμεθα όλη μέρα στο σπίτι, γιατί ετελειώσαμε τους γύρους μας. Και πού δεν μ’ επήγε το παιδί μου ο Κιαμήλης! και πού δεν μ’ επήγεν η χανούμισσα! Πρώτα πρώτα επήγαμεν εδώ κοντά στην Αγιά-Σοφιά. Ύστερα μ’ επήγαν κ’ επροσκύνησα στον τάφο του Κωνσταντίνου, στο Μεφά-μεϊδάνι. Να πας και συ δα, παιδί μου! Εδώ μεριά έχουν τον Αράπη, που τον εσκότωσε, σκεπασμένο όλο λαχούρια και χαλιά. Κ’ εκεί μεριά τον φτωχό τον βασιλέ, με μόνο μια μικρή κανδύλα πα’ στο μνήμα του! Κ’ επήγαμε και σ’ ένα τζαμί και είδαμεν επάνω σ’ ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της Δικαιοσύνης. Κ’ επήγαμε και στο Μβαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν μέσ’ στο τηγάνι, όταν επάρθηκεν η Πόλι. Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ’ χειρ’ χειρότερο»! Τα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν’ η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε!
ΕΦΕΝΤΗΣ:ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ
Λεπτομερείας, είπε, θα είχον πραγματικώς να σας αφηγηθώ φρικαλέας. Δεν το κάμνω, διά να μη λυπηθήτε εκ περισσού, μανθάνοντες πόσα κρίματα επήρα στον λαιμό μου! Το αποτέλεσμα της αποστολής είναι έτσι κ’ έτσι πολύ λυπηρόν, και πρέπει να το μάθετε. – Είναι μηδέν. Είναι αποτυχία! Αποτυχία, ως προς την εδικήν μας υπόθεσιν. Διότι αι ανακρίσεις μου έφεραν πολλά κακουργήματα εις φως και πολλοί ένοχοι θα λάβωσι τα επίχειρα της κακίας των, αλλ’ ο φονεύς του αδελφού μας δεν ευρέθη. Ή πρέπει να εφονεύθη κατά τας επισυμβάσας καταστροφάς εν τη επαρχία, ή πρέπει να είναι ο ταχυδρόμος, ον ο μακαρίτης διεδέχθη. Αυτός ο ταχυδρόμος θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον ευρίσκω αποδεδειγμένον αυτουργόν πολλών κακουργημάτων, τον ευρίσκω πιθανώτατον ένοχον εις τον φόνον του πτωχού αδελφού μας, αλλ’ αδυνατώ να τον εύρω αυτόν τον ίδιον! Αδυνατώ να τον συλλάβω! Μόλις έφθασα ταύτην την πρωίαν, έδωκα τας αυστηροτάτας διαταγάς. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κρύπτεται εν τη πρωτευούση. Ξεύρεις. Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ’ στο πάπλωμα κ’ εκείνος κάθεται πά’ στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ’ ερώτησε σήμερον πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ’ απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως εννόησε την αποτυχίαν μου.
ΜΑΝΑ ΚΑΜΗΛΗ:Ο ΑΡΑΒΟΝΑΣ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΗ
Ήταν πριν γενή το Mονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σοφτάς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα. Είχεν ένα συντροφικό καπνοπωλείο, που σαν αυτό δεν ήταν άλλο. Ο σύντροφός του επωλούσε λιανικώς στην Πόλι, και το παιδί μου εγύριζε σταις επαρχίαις και ’γόραζε χονδρικώς από τους καπνογεωργούς. Εκεί στην επαρχία, εσχετίσθη με τον υιόν ενός κτηματίου. Έτσι γλυκό παιδί που ήτανε ο Κιαμήλης μου, όλος ο κόσμος το αγαπούσε. Μα ο υιός του κτηματίου τον αγάπησε πάρα πολύ. – Κάλλιο να μην είχε σώσει! – Γιατί τον αγάπησε κι ο Κιαμήλης μου πολύ, και τον έφερε στην Πόλι, και πήγαν στον ιμάμη, και άνοιξε του καθενός την φλέβα, και ήπιεν ο ένας από το αίμα του άλλου κ’ έγειναν κανκαρδάσηδες (αιματαδελφοί). Σαν αγαπήθηκαν τόσο πολύ, – Έλα να σε κάμω γαμβρό μου! του είπε. Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας – η ωραία των ωραίων. Μια φορά να την διής, θα χάσης τον νου σου. – Ε! και ο Κιαμήλης μου νέος ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρης – τον αγαπούσε, δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσε – μα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε, λέγει, Σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά. Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και η κόρη –π’ ανάθεμά της!– αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί άλλο παιδί από τη Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους φέρη στην Πόλι. Μα βλέπεις στο μεταξύ έγεινε το Μονοπωλείο, και έκλεισαν όλα τα καπνάδικα του κόσμου, και άφηκαν τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Και ο Κιαμήλης μου, άφησε που εζήμιωσε τόσο, μόνον έμεινε και αργός. Έτσι επήγε στου πεθερού του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το χατήρι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα της.
– Παιδί μου, Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη. Και κορίτσι που δεν μπορεί ν’ αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για γυναίκα.
ΜΑΝΑ ΚΑΜΗΛΗ:ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΗ
Μα ο Κιαμήλης, που την αγαπούσεν, έκαμνεν ό,τι του γύρευεν εκείνη. Σαν εζύγωσεν ο καιρός του γάμου, ο Κιαμήλης και ο αδελφοποιτός του ανέβησαν εις τ’ άλογο για νάλθουνε στην Πόλι να ψουνίσουνε. Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι αγαπούσαν τ’ άλογα, κ’ ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο φτωχός ο αδελφός σου. Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα.
ΜΑΝΑ ΚΑΜΗΛΗ:Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟ ΚΟΥΝΙΑΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΗ
– Μόλις είχαν φθάσει ως την μέση του γεφυριού, εξηκολούθησεν η γραία, και ο Κιαμήλης, το παιδί μου, είδε μέσ’ από ταις ιτιαίς μια φλόγα, κι άκουσε μια τουφεκιά! Και πριν προφθάση να τα νοιώση, παιδί μου, έπεσεν ο σύντροφός του πληγωμένος! Κ’ εξιππάσθηκε το άλογο του Κιαμήλη, κ’ έγειρε σε μια μεριά κ’ έσπασε το κάγκελο του γεφυριού κ’ έπεσε στον ποταμό μαζί με το παιδί μου! Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με το θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ’ εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ’ έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται μέσα σ’ ένα μύλο. Τόσο μακρυά τον παρέσυρε το ρεύμα μπερδευμένον στα λουριά του αλόγου! Κι’ αν δεν επρόσθανε να τον γλυτώσ’ ο μυλωνάς στην ύστερη στιγμή του – Ας είναι δα! Πολύς καλός άνθρωπος δεν ήτο κι ο μυλωνάς, μα, ας είναι. Γιατί, σαν ήλθε το παιδί μου στον εαυτό του, εκατάλαβε πως του επήρε το κεμέρι από τη μέση του. Μα δεν είπε τίποτε. Έτσι κ’ έτσι θα του το έδιδε με το χέρι του. Τον ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ’ επήρε τον δρόμο, να πα’ στου πεθερού του το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα σαν έφθασε μισοπεθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα. Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και,
– Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν’ αδειάσης το τουφέκι σου· κ’ έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης!
Και τον εσκούντησεν έξω, κ’ έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του!
ΜΑΝΑ ΚΑΜΗΛΗ:Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΟΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΗ
Όλον εκείνο τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου. Το φονικό που έγεινε το μάθαμε, μα ο Εφέντης δεν ήτο τότε ακόμη στον Ζαπτιέ, και ο Σουλτάνης ο πεθεροκαμένος του Κιαμήλη απεκρίθη πως δεν τον ξαναείδεν. Έτσι τον εγράψαμε στα πεθαμμένα. Όταν ήλθεν ο αδελφός σου και μου τον έφερε λιγνό λιγνό και νεκροχλωμιασμένο, μ’ εφάνη πως εβγήκεν από το μνήμα του. Και τόση χαρά να δίδη ο Θεός στη ζωή σας, παιδί μου, όση χαρά αισθάνθηκα εγώ εκείνη την ημέρα! Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγεινε καλά το παιδί μου. Σαν έγεινε καλά, εσηκώθη να φύγη.
– Πού θα πας, παιδί μου;
– Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου.
– Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; Άφησέ τον να κουρεύεται!
– Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του.
Έτσι εσηκώθηκε κ’ επήγε.
Ύστερ’ από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης.
– Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ’ στον χειμώνα; Να που αρρώστησες πάλι!
– Κάλλιο να απέθνησκ’ από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!
Αυτό ήταν όλο που μου είπε, και μου έδωκε τα σημάδια, που εστείλαμε στην κόρη του Σουλτάνη, όταν την αρραβωνιάσθηκε. Τότε εκατάλαβα την αρρώστια του! Η σκύλα επανδρεύθηκε κ’ επήρεν έναν άλλον! Από τον Θεόν να τωύρη! Επήρε το κρίμα του παιδιού μου στον λαιμό της. Τον βλέπεις πώς έγεινεν! Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τεκέ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ’ αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήτον μόνον τούτο δεν πειράζει. Γιατί ο Σεΐχης, ο πρώτος των νδερβησάδων, τον αγαπά πολύ γι’ αυτό, και με είπε, πως μίαν ημέρα το παιδί μου θενά γείνη άγιος. Μα ένα κακό που του έρχεται καμμιά φορά, αυτό θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον είδες πως είναι ήσυχος και γλυκός και σιωπηλός. Το έγεινεν αφ’ ότου έμαθεν πως επανδρεύθηκεν η αγαπητικιά του, πολύ περισσότερον παρ’ ότι ήτανε προτού. Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ’ αρμάρι κ’ εβγήκε κ’ έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε. Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ’ εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ’ εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ’ εβγήκε κ’ έφυγε! Γι’ αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι’ αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή. Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ειμπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ’ εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα...
ΒΙΖΗΝΟΣ:ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΜΗΛΗ
Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησιν της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επί του ερυθρού χραμίου του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φως ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας διά της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα τίνος βιβλίου. Αλλά τ’ αντικείμενα της νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των φύλλων αυτού, και η ανάγνωσίς μου καθ’ όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικός των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος. Δις ή τρις εξηπλώθην χαμαί επί του μοσχοβολούντος στρώματός μου με όμματα διά της βίας κεκλεισμένα, αλλ’ εις μάτην. Η οσμή του μόσχου, ην απέπνεον τα χειροκέντητα προσκεφάλαιά μου, τόσον μεθυστική, τόσον ναρκωτική, δεν ίσχυε να αποκοιμίση την συγκίνησίν μου. Η ιστορία του δυστυχούς Κιαμήλ εξελίσσετο εν ζωνταναίς εικόσιν ενώπιον των κλειστών οφθαλμών μου. Πόσον κοινωνικός, πόσον ευομίλητος θα ήτο άλλοτε ο φιλέρημος, ο σιωπηλός, και διά τούτο ανιαρός τώρα, σοφτάς, όστις κατέκτησεν ούτως ασυνήθως την φιλίαν ενός εκ των Σουλτάνιδων, οίτινες εν τη οθωμανική αριστοκρατία κατέχουσι την εγωιστικωτέραν θέσιν, μ’ όλην την προοδεύουσαν πτωχείαν των! Και τι φιλία θα ήτο εκείνη; τι αδελφοποίησις! Αναμφιβόλως ο νέος Σουλτάνης εύρεν εν αυτή ευδαιμονίαν πολύ πλείω της συνήθους, και φιλάδελφος ων, έσπευσε να ποιήση μέτοχον αυτής και την ωραίαν αδελφήν του. Τώρα εφανταζόμην τον Κιαμήλ, εν κρυφή ειδυλλιακή αγάπη μετά της μελλούσης μνηστής του, μέτοχον συγκινήσεων κ’ αισθημάτων τόσον αγνώστων τοις ομοφύλοις αυτού, και όμως τόσον φυσικών εις την ευαίσθητον αυτού καρδίαν. Τώρα πάλιν δαμαστήν θυμοειδούς ίππου, καλπάζοντα παρά το πλευρόν του αδελφοποιτού του, με την γραφικήν στολήν της επαρχιακής νεολαίας, με τα ζωηρά χρώματα και τον οπλισμόν αυτού αστράπτοντα, και μετ’ ολίγον τον εφανταζόμην εν φοβερά συγχύσει κρημνιζόμενον μετά του αφηνιασμένου ίππου του από του μεγάλου εκείνου ύψους της γεφύρας και απελπιστικώς παλαίοντα προς την μανίαν του ζώου, προς την λύσσαν των σφοδρών ρευμάτων, προς τον θάνατον, ως έλεγεν η μήτηρ του, έως ου, εξαντληθείς και αποκαμών, αφίνετο να σύρεται περιπεπλεγμένος πιθανώς εις τα λωρία του αναβολέως, παίγνιον των ορμητικών υδάτων και αυτός και το εκπνέον ήδη άλογον. Και έπειτα ο στυγνός εκείνος εγωιστής, ο απάνθρωπος Σουλτάνης, όστις έκλειε τόσον ανιλεώς την θύραν αυτού εις τον ημιθανή μνηστήρα της ιδίας αυτού θυγατρός! Και έπειτα πάλιν ο δυστυχής Κιαμήλ ασπλάγχνως ερριμένος παρά το Χάνιον του Γέρο-Μούρτου, κατατρυχόμενος υπό του πυρετού και όμως εκτεθειμένος εις τα ψύχη της νυκτός και τους καύσωνας της ημέρας, διά την ανέχειάν του, εξαιτούμενος εν τη παραφροσύνη του έλεος παρά μιας βάτου, ίσως της μνηστής του, και απειλών να σφάξη μίαν αγριαγγινάραν, ίσως τον φονέα του αδελφοποιτού του! – Και πώς να εύρη ο ατυχής νέος τον φονέα; Και πώς να εκδικήση τον αδελφοποιτόν του; Και τον εύρεν άρα γε; Kαι τον εξεδίκησε; Και εάν εξεδίκησε τον αδελφόν της μνηστής του, διατί τότε τον εγκατέλειπεν εκείνη, ενώ ώφειλε να τον αγαπά διπλασίως τώρα; Βεβαίως ο ήμερος του Κιαμήλ χαρακτήρ δεν ίσχυσε να εκπληρώση το άγριον καθήκον της σκληράς, της αιμοχαρούς αυτοδικίας. Και πριν ή κακουργήση προς ικανοποίησιν της θυριώδους του πενθερού του καρδίας, προετίμησε να φονεύση την ιδίαν αυτού καρδίαν διά παντός, καταστρέφων όλην αυτής την ευδαιμονίαν. Ίσως θα ήτο καλλίτερον εάν δεν έκαμνεν αυτός εξαίρεσιν· εάν εφέρετο ως αληθής Οθωμανός, εκδικών τον αδελφοποιτόν αυτού κατά τον βάρβαρον εκείνον τρόπον, ον παρά μεν τοις ομοφύλοις του υπερορά ο νόμος, παρά δε τοις Χριστιανοίς ουδ’ αυτή η φιλανθρωποτάτη της γης θρησκεία ηδυνήθη ακόμη να καταργήση.
Τοιαύται εικόνες και τοιαύται σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου, ότε κρότος βημάτων εν τη εισόδω του περιπτέρου μ’ έκαμε να τιναχθώ αίφνης εκ της θέσεώς μου…………………..
ΑΣΚΗΣΗ 3-Σπύρος
Eγκιβωτισμός είναι η ένταξη μιας νέας αφηγηματικής ακολουθίας μέσα στη βασική αφήγηση. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα με αφηγηματικό χαρακτήρα, συναντάμε τη βασική ιστορία ή αλλιώς την κύρια αφήγηση, η οποία συμπληρώνεται με δευτερεύουσες ιστορίες που παρεμβάλλονται στην εξέλιξη της βασικής. Τέτοιο κείμενο είναι και η Οδύσσεια.
In medias res η λατινική φράση, μεταφραζόμενη κατά λέξη και κυριολεκτικά σημαίνει "στο μέσο των πραγμάτων, στο μέσο της υπόθεσης, στο μέσο της πλοκής". Ο απλούστερος και ο πιο φυσικός τρόπος να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, είναι ο εξής: να διατάξει και να παρουσιάσει τα γεγονότα σύμφωνα με τη χρονική τους σειρά και τάξη. Μια τέτοια αφήγηση λέμε ότι έχει ως προς την πλοκή το χαρακτηριστικό της χρονικής αλληλουχίας. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται στην Οδύσσεια όπου ο Όμηρος ξεκινάει την αφήγηση από το μέσο της ιστορίας και στην συνέχεια μας κάνει γνωστή την αρχή και μετά το τέλος της.
IN MEDIAS RES : η κύρια αφήγηση έχει μία σειρά(όταν αναλαμβάνει ο Χρηστάκης την πόστα-ο φόνος του-όταν πάει η οικογένεια του Βιζυηνού στην Πόλη-οι ανακρίσεις-αποκάλυψη φονιά) όμως ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας την παραπάνω τεχνική ξεκινάει την αφήγηση από την μέση της ιστορίας(όταν βρίσκονταν στην Πόλη) και χρησιμοποιώντας τον εγκιβωτισμό μας κάνει γνωστή την υπόλοιπη ιστορία.
ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ: ο Βιζυηνός αφηγείται το διήγημά του με την σειρά που επέλεξε έχοντας χρησιμοποιήσει το in medias res, χρησιμοποιεί τον εγκιβωτισμό για να κάνει γνωστή στους αναγνώστες την ιστορία που προηγείται. Σημεία στα οποία παρατηρείται αυτό το στοιχείο είναι:η παραμονή των Φώτων όπου φαίνεται η παιδική ηλικία των παιδιών πριν το θάνατο του Χρηστάκη όπου γίνεται αναδρομή στο πείραμα με τα σούρβα και προοικονομείται ο θάνατος του Χρηστάκη, η επίσκεψη του Χαραλάμπη με σκοπό να προσφέρει τη δουλειά του ταχυδρόμου όπου κατείχε στον φίλο του Χρηστάκη για να μαζέψει λεφτά, (εδώ γίνεται αναφορά στη μεγάλη ομοιότητα Χαραλάμπη-Χρηστάκη και στο κακό όνομα που είχε βγει του Χαραλάμπη στην κοινωνία καθώς λένε πως έκανε πολλές παρανομίες), μετά ο Χρηστάκης αναλαμβάνει την πόστα. Στην συνέχεια γίνεται γνωστός ο θάνατος του Χρηστάκη καθώς φέρνουν το πτώμα του στο χωριό την πρώτη του μέρα ως ποστιέρης. Άμεσα γίνεται αναφορά σε πιθανές εκδοχές υπόπτων οι οποίες όμως απορρίπτονται. Εγκιβωτισμό συναντάμε και τη στιγμή που η Τουρκάλα μάνα λέει την ιστορία του υιού της Κιαμήλ στο συγγραφέα μας δίνοντας έμφαση στις δυσκολίες που τον έχουν βρει.
ΑΣΚΗΣΗ 2-ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΝΑ
ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ |
ΣΩΣΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ |
1) Ξενοδοχείο στην Πόλη-συνάντηση Γιώργη με την μάνα του
και τον αδελφό του τρία χρόνια μετά το φόνο
|
1) Παραμονή των Φώτων στην παιδική ηλικία |
2) Παραμονή των Φώτων στην παιδική ηλικία |
2) Παραμονή των Φώτων πρίν το θάνατο του Χρηστάκη και η
ιστορία με τα σούρβα
|
3) Παραμονή των Φώτων πρίν το θάνατο του Χρηστάκη και η
ιστορία με τα σούρβα
|
3) Επίσκεψη Χαραλάμπη - πρόταση δουλειάς ως ταχυδρόμος στον
Χρηστάκη
|
4) Επίσκεψη Χαραλάμπη - πρόταση δουλειάς ως ταχυδρόμος στον
Χρηστάκη
|
4) Η ιστορία του αρραβώνα του Κιαμήλη, η δολοφονία του
κουνιάδου του και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του
|
5) Η μεταφορά του νεκρού στο χωριό |
5) Η μεταφορά του νεκρού στο χωριό |
6) Επίσκεψη στο ξενοδοχείο η μάνα του Κιαμήλη και ο Κιαμήλης |
6) Ξενοδοχείο στην Πόλη-συνάντηση Γιώργη με την μάνα του
και τον αδελφό του τρία χρόνια μετά τον φόνο
|
7) Η ιστορία της φιλοξενείας του Κιαμήλη στον Γιώργη απο τον
αδελφό του
|
7) Επίσκεψη στο ξενοδοχείο η μάνα του Κιαμήλη και ο Κιαμήλης |
8) Πρόταση φιλοξενείας στο σπίτι της Τουρκάλας |
8) Η ιστορία της φιλοξενείας του Κιαμήλη στον Γιώργη απο τον
αδελφό του
|
9) Ανακρίσεις/ξενάγηση στην πόλη |
9) Πρόταση φιλοξενείας στο σπίτι της Τουρκάλας |
10) Τα μάγια της Αθιγγανής και η αποτυχία των ερευνών |
10) Ανακρίσεις/ξενάγηση στην πόλη |
11) Η ξαφνική φυγή του Κιαμήλη
|
11) Η ξαφνική φυγή του Κιαμήλη |
12) Η ιστορία του αρραβώνα του Κιαμήλη, η δολοφονία του
κουνιάδου του και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του
|
12) Τα μάγια της Αθιγγανής και η αποτυχία των ερευνών |
13) Σκέψεις του συγγραφέα για τον Κιαμήλη |
13) Σκέψεις του συγγραφέα για τον Κιαμήλη |
|
|
|
|
|
|
ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΜΑΥΡΟΣ
"ΑΣΚΗΣΗ Δ"
*(Με μία μέρα καθυστέρηση λόγω αδυναμίας πρόσβασης στον υπολογιστή εξαιτίας σοβαρών εργασιών στο δωμάτιό μου)
1) ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιοί αποκλείονται σαν ένοχοι και γιατί;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του κειμένου, μπορεί κανείς με ιδιαίτερη σιγουριά να αποκλείσει κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα από τη διάπραξη του φρικτού φόνου του Χρηστάκη. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο άτομο που όσο άλλο τίποτα δεν αποτελεί αυτουργό του εγκλήματος, πρόκειται για την ίδια τη μάνα του Χρηστάκη. Μπορούμε να το συμπεράνουμε αυτό από τα εξής χαρακτηριστικά σημεία του κειμένου δίχως να την αποκλείσουμε αυτομάτως ως το πρόσωπο που τον αγαπάει όσο κανένας άλλος στον κόσμο.
Σημεία
1) Απ’ εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ’ εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό! Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ’ εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μας – πέντε ώραις δρόμον επήγε, κ’ έμεινεν εκεί!... Ε... μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!...
2) Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο!
Συμπέρασμα:
Από αυτά τα δύο σημεία προκύπτει το συμπέρασμα πώς η μάνα του Χρηστάκη είναι αν μη τι άλλο, αθώα.
Συνεχίζοντας, το επόμενο πρόσωπο που θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε πρόκειται για τον ίδιο το συγγραφέα, το Γιώργο το Βιζυηνό, όμως αυτός αποκλείεται αυτομάτως γιατί είναι μεν ο αδερφός του Χρηστάκη, αλλά επίσης δεν θα εξέδιδε ένα βιβλίο που τον καταδίδει αυτομάτως.
Άλλο ένα αρκετά ύποπτο πρόσωπο πρόκειται για τον Χαραλάμπη, τον παιδικό φίλο του Χρηστάκη. Όμως με αρκετή πεποίθηση και σιγουριά τον αθωώνουμε και αυτόν καθώς βρισκόταν στο σπίτι του Βιζυηνού την ώρα του φόνου. Παρ' όλα αυτά η άξια περιέργειας συμπεριφορά του και η επιμονή του στην ιδέα να πάρει ο Χρηστάκης την δουλειά του ταχυδρόμου, εξαιτίας της οποίας πέθανε, μας βάζει στη λογική υποψία ότι ο Χαραλάμπης εμπλέκεται ως ηθικός αυτουργός στο φόνο.
Θα μπορούσε κανείς να βάλει στο εδώλιο του κατηγορουμένου και το Μιχαήλο, τον αδερφό του Χρηστάκη. Ωστόσο αυτός αποκλείεται να αποτελεί τον φονιά όχι μόνο γιατί είναι αδερφός του, αλλά πολύ περισσότερο γιατί την ώρα του φόνου έλλειπε μαζί με τους μισούς συγχωριανούς του για να υποδεχτεί μαζί τους τον καινούριο Δεσπότη. Γυρίζοντας πίσω, όπως διαβάζουμε και στο παρακάτω απόσπασμα, ξέσπασε σε λυγμούς στο άκουσμα του θανάτου του αδερφού του, Χρηστάκη.
Σημεία:
3) Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο. Κ’ επρόβαλ’ ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κ’ επρόβαλ’ ο παππάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ’ ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγ’ ο Μιχαήλος ανεμαλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!–
Συμπέρασμα:
Ο Μιχαήλος έλειπε την ώρα του φόνου, είχε φύγει μαζί με άλλους συγχωριανούς προκειμένου να συναντήσει τον καινούριο Δεσπότη. Αποκλείεται λοιπόν να διέπραξε αυτός το φόνο καθώς γύρισε πίσω γεμάτος δάκρυα και "ανεμαλιάρης".
Στην πορεία βλέπουμε κι άλλα πρόσωπα στην εξέλιξη του έργου. Πιο συγκεκριμένα, συναντάμε τον Λουή, τον υπηρέτη. Τον αποκλείουμε και αυτόν από τη διάπραξη του φόνου καθώς παρέμενε όλο αυτό το διάστημα στο σπίτι, και η δίχως ορίων θηλυπρέπειά του τον καθιστά ακίνδυνη προσωπικότητα, ή τουλάχιστον σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε.
Άλλο ένα πρόσωπο που αποκλείουμε επίσης, είναι η μάνα του Κιαμήλη, καθώς με απύθμενο θάρρος εισβάλλει στο σπίτι του Βιζυηνού λίγες ώρες μετά το φόνο. Με ιδιαίτερη ψυχραιμία κάθεται και συνομιλεί με τους παρευρισκόμενους σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Τέτοια συμπεριφορά θα ήταν αδιανόητο να την παρουσιάσει ο ίδιος ο φονιάς ενώ το έγκλημα είναι ακόμα "φρέσκο", δηλαδή έχει διαπραχθεί λίγες ώρες πριν. Γενικά, η πιο συνηθισμένη αντίδραση από πλευράς εγκληματία είναι ή να κρυφτεί για λίγο καιρό, ή να μείνει κλειστός στο σπίτι του σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Αυτά ήταν τα κύρια πρόσωπα του κειμένου που μας παρουσιάζονται από το συγγραφέα και μόλις τα αποκλείσαμε από την ευθύνη του εγκλήματος με στοιχεία του κειμένου και φυσικά τη λογική.
ΤΕΛΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Δ
Comments (26)
thofilisiakovou said
at 6:47 pm on Oct 31, 2014
ΚΥΡΙΑ ΕΤΣΙ ΝΑ ΚΑΝΟΘΜΕ ΤΙ ΑΣΚΗΣΗ
thofilisiakovou said
at 9:25 pm on Oct 31, 2014
?
Eleni Florianou said
at 11:12 am on Nov 1, 2014
Ναι, Θεοφίλη μου, πολύ καλός ο χωρισμός αφηγήσεων και οι πλαγιότιτλοι. Ίσως η μόνη πρόταση που θα σου έκανα είναι να ξανασκεφτείς τον τίτλο στην τελευταία αφήγηση: Το ουσιαστικό "ερχομός" προϋποθέτει πως κάποιος ζωντανός έρχεται, εδώ όμως φέρνουν στη μάνα το πτώμα του γιου της. Είχες καμιά δυσκολία στο να χειριστείς αυτή τη σελίδα; Μπράβο για την πρώτη σου συμμετοχή !(εσύ την εγκαινιάζεις τη σελίδα από την πλευρά των μαθητών)
spyrosargyropoulos said
at 6:32 pm on Nov 1, 2014
εγώ πρέπει να κάνω μία από αυτές τις εργασίες μέχρι την Πέμπτη σωστά ;;
spyrosargyropoulos said
at 6:33 pm on Nov 1, 2014
εκτός από την πρώτη που την έκανε ο Θεοφίλης
Eleni Florianou said
at 7:40 pm on Nov 1, 2014
ΣΠΥΡΟ (και οι υπόλοιποι της ομάδας) Ο Θεοφίλης ξεκίνησε αλλά δεν τελείωσε την 1 ασκηση- αυτή η δουλειά (χωρισμός αφηγήσεων -τίτλοι) πρέπει να γίνει σε όλο το διήγημα, λείπουν πολλές ακόμα σελίδες. Κανονίστε ματαξύ σας πώς θα μοιράσετε τη δουλειά.
spyrosargyropoulos said
at 10:53 am on Nov 2, 2014
νομίζω πως θα την τελειώσει ο Θεοφίλης εγώ θα ασχοληθώ με την άσκηση Γ όμως πρέπει να το διαβάσω όλο έτσι ;;
Eleni Florianou said
at 11:22 am on Nov 2, 2014
Σπύρο, μπορείς σε πρώτη φάση να γράψεις τους ορισμούς των λογοτενικών εννοιών, ωστόσο -για να τα βρεις μέσα στο κείμενο- θα πρέπει να το διαβάσεις όλο! Καλή δουλίτσα!
spyrosargyropoulos said
at 11:27 am on Nov 2, 2014
μάλιστα...
spyrosargyropoulos said
at 11:42 am on Nov 2, 2014
επίσης τα σημεία στα οποία υπάρχει εγκιβωτισμός και in medias res να τα κάνω copy-paste ή να τα αναφέρω με δικά μου λόγια;;;
Eleni Florianou said
at 12:47 pm on Nov 2, 2014
Καλύτερα να τα πεις με δικά σου λόγια
spyrosargyropoulos said
at 2:15 pm on Nov 2, 2014
και φυσικά πρέπει να την τελειώσω μέχρι την Πέμπτη;;;
Eleni Florianou said
at 3:24 pm on Nov 2, 2014
Μάγος είσαι; Μην ανησυχείς όμως.χρειάζεσαι περίπου 1 ώρα να διαβάσεις όλο το κείμενο. Την ώρα που το διαβάζεις, σημείωνε τα σημεία που θα βρεις εγκιβωτσμένες αφηγήσεις. Όσο για την "in media res" τεχνική θα καταλάβεις ότι έχουμε σε ένα σημείο (έναρξη αφήγησης), όμως εσύ θα πρέpειι να το αιτιολογήσεις.(πότε ξεκινά κανονικά-χρονικά η ιστορία; από ποιο σημείο της την ξεκινά ο αφηγητής;Γιατί επιλέγει αυτό το σημείο εκκίνησης της αφήγησης; Είναι σημαντικό για την υπόλοιπη εξέλιξη-πλοκή; - θα σε βοηθήσουν οι παρατηρήσεις των παιδιών στην άσκηση 2, όπου θα βάλουν τα γεγονότα στη σωστή χρονική σειρά. Επίσης, Σπύρο, άρχισες να απαντάς στην άσκηση 3 και όχι στη 2 , όπως έγραψες (άλλαξέ το, μην μπερδευτούν οι υπόλοιποι)
spyrosargyropoulos said
at 3:24 pm on Nov 2, 2014
ουσιαστικά όπου υπάρχει εγκιβωτισμός υπάρχει και in medias res;
spyrosargyropoulos said
at 3:28 pm on Nov 2, 2014
το θέμα είναι πότε θα την κάνουν χαχα
Eleni Florianou said
at 3:30 pm on Nov 2, 2014
Όχι, εγκιβωτισμός είναι μια μικρή ιστορία που παρεμβάλλεται μέσα στη βασική-κύρια ιστορία. Συνήθως οι αναδρομικές στο παρελθόν αφηγήσεις είναι εγκιβωτισμένες. Π.χ. μια εγκιβωτισμένη αφήγηση εδώ είναι η ιστορία της ερωτικής απογοήτευσης του Κιαμήλη. In media res τεχνική είναι η επιλογή του συγγραφέα να μην ξεκινήσει την ιστορία από την αρχή, ακολουθώντας δηλ. τη χρονική σειρά των γεγονότων, όπως έγιναν στην πραγματικότητα. Εδώ ξεκινάμε 3 χρόνια μετά τη δολοφονία του Χρηστάκη με τη σκηνή στο ξενοδοχείο στην Κων/πουλη.
spyrosargyropoulos said
at 3:36 pm on Nov 2, 2014
δασκάλα in medias res δεν είναι όταν ξεκινάει από την μέση και μετά μας πάει στην αρχή. Όπως γίνεται στην αρχή που ξεκινάει την ώρα που τρώνε και μετά το γυρνάει στο τι συνέβη πριν πεθάνει ο πατέρας , ότι πέθανε και μετά που προοικονομείται ο θάνατος του Χρηστάκη;;
Eleni Florianou said
at 7:50 pm on Nov 2, 2014
Η ιστορία μας κανονικά ξεκινά πριν από 3 χρόνια, όταν ο Χρηστάκης έπιασε δουλειά ως ταχυδρόμος και την επόμενη μέρα βρέθηκε δολοφονημένος. Η αφήγηση όμως ξεκινά 3 χρόνια μετά, όταν ο Βιζυηνός συναντά τη μάνα του σε ξενοδοχείο στην Πόλη και μαθαίνει τι έχει γίνει. Ακολουθούν νέες έρευνες και στο τέλος θα αποκαλυφθεί ο φονιάς.
1. Δολοφονία Χρηστάκη 2. Κων/πολη- νέες έρευνες 3. Αποκάλυψη φονιά. Αυτή είναι η βασική δομή και μέσα της εμπλέκονται πολλές μικρότερες αναδρομικές αφηγήσεις. άρα, ξεκινάμε από τη μ'εση της ιστορίας και ό,τι προηγήθηκε θα δοθεί με αναδρομές.
thofilisiakovou said
at 9:51 pm on Nov 3, 2014
ΤΕΛΕΙΟΣΑ!!!!!~!!!!!!
Eleni Florianou said
at 8:52 pm on Nov 4, 2014
Σπύρο, σωστές οι παρατηρήσεις σου για την in media res αφήγηση. Η άσκηση επίσης ζητάει να βρεις τις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις του διηγήματος
spyrosargyropoulos said
at 9:11 pm on Nov 4, 2014
έτοιμο καλό είναι ή θέλει κι άλλο ;
sakellarismavros said
at 7:14 pm on Nov 7, 2014
Κυρία, μεγάλη ατυχία! Την μισή άσκηση μου την έσβησε όταν πάτησα save και δεν εμφανίζεται τώρα!...
sakellarismavros said
at 7:29 pm on Nov 7, 2014
Εντάξει, ευτυχώς τα ξανάγραψα. όχι τόσο ωραία όσο την πρώτη φορά όμως. :(
Eleni Florianou said
at 7:36 am on Nov 8, 2014
Σακελλάρη μου, δεν πειράζει που καθυστέρησες να αναρτήσεις την άσκηση, αφού είχες σοβαρό πρακτικό πρόβλημα στο σπίτι
sakellarismavros said
at 10:58 am on Nov 8, 2014
Καλή είναι ή θέλει κι άλλο;
Eleni Florianou said
at 6:51 pm on Nov 8, 2014
Μια χαρά είναι!
You don't have permission to comment on this page.